- μυηθείς
- μυάωcompress the lipsaor part pass masc nom/voc sg (attic ionic)μυέωinitiate into the mysteriesaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
навыкноути — НАВЫКН|ОУТИ (109), ОУ, ЕТЬ гл. 1. Научиться чему л.; обучиться, узнать что л.: Не отъстѹпаи отъ повѣстии старьчь. ‹и ти› бо на||въкли [так!] сѹть отъ о҃ць своихъ да нав‹ы›кнеши ѡтъ нихъ и т‹ы› разѹмɤ (ἔμαϑоν... μαϑήσῃ) Изб 1076, 162–162 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek